συγκρότησις

συγκρότησις
συγκρότ-ησις, εως, ,
A welding,

χαλκοῦ Eust.

ad D.P.558.
II approval, favour, support, PFlor.378.9 (v A.D.), Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκρότησις — welding fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκροτήσει — συγκρότησις welding fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκροτήσεϊ , συγκρότησις welding fem dat sg (epic) συγκρότησις welding fem dat sg (attic ionic) συγκροτέω strike together aor subj act 3rd sg (epic) συγκροτέω strike together fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκροτήσεις — συγκρότησις welding fem nom/voc pl (attic epic) συγκρότησις welding fem nom/acc pl (attic) συγκροτέω strike together aor subj act 2nd sg (epic) συγκροτέω strike together fut ind act 2nd sg συγκροτέω strike together aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκροτήσεσι — συγκρότησις welding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκροτήσεσιν — συγκρότησις welding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρότησιν — συγκρότησις welding fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρότηση — η / συγκρότησις, ήσεως, ΝΜΑ [συγκροτῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκροτώ, η συνένωση σε ένα αρμονικό σύνολο, σύσταση, σχηματισμός («επιβάλλεται η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής») νεοελλ. 1. στον πληθ. οι συγκροτήσεις φυσ. οι παλμοί που… …   Dictionary of Greek

  • συγκροτήσεως — συγκροτήσεω̆ς , συγκρότησις welding fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”